- κάταντλον
- κάταντλοςmasc/fem acc sgκάταντλοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάταντλος — κάταντλος, ον (Α) ο πλημμυρισμένος από νερά («κάταντλον σκάφος», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄντλος / ἄντλον «κύτος τού πλοίου»] … Dictionary of Greek